- κατατήκω
- κατατήκω και δωρ. τ. κατατάκω (Α)1. τήκω, λειώνω εντελώς, ρευστοποιώ ένα στερεό σώμα2. διαλύω, αναλύω, αραιώνω («τὰς σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει», Ηρόδ.)3. μτφ. δαπανώ, αφανίζω, καταναλίσκω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τήκω «λειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.